- αλοιδόρητος
- -η, -οαυτός που δε λοιδορήθηκε, δε βρίστηκε: Δεν άφηνε κανέναν αλοιδόρητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλοιδόρητος — unreviled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος … Dictionary of Greek
ἀλοιδορήτως — ἀλοιδόρητος unreviled adverbial ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητον — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc sg ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδορήτου — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδορήτων — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητα — ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοιδόρητοι — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԹՇՆԱՄԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ազատ ʼի թշնամանաց, կամ ʼի լուտանաց. ἁλοιδόρητος անպարսաւ. անստգտանելի. *Որ զանթշնամանելին թշնամանէ, մխիթարութիւն ոչ կարէ գտանել ախտին. Բրս. բարկ.: *Եւ այսպէս եղիցի անթշնամանելի. Պտմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)